palaiologosΣτο νέο του βιβλίο, με τίτλο «The Euro: How a Common Currency Threatens the Future of Europe» (W.W. Norton), ο Τζόζεφ Στίγκλιτζ γράφει ότι «δεν χρειαζόταν βραβείο Νομπέλ» για να αντιληφθούν τα στελέχη της τρόικας ότι επέβαλαν στην Ελλάδα ένα καταστροφικό πρόγραμμα.

Οποιοσδήποτε έχει παρακολουθήσει στοιχειωδώς τις εξελίξεις των τελευταίων επτά ετών, δεν μπορεί να διαφωνήσει με τη γενική διάγνωση του Στίγκλιτζ για τη διαχείριση της κρίσης: τα προγράμματα διάσωσης συμπεριλάμβαναν υπερβολικά αυστηρή δημοσιονομική προσαρμογή, δεν υπολόγισαν τις συνέπειες της πιστωτικής ασφυξίας που έπληξε τον ιδιωτικό τομέα στις υπερχρεωμένες χώρες και έθεσαν λάθος προτεραιότητες στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Εξίσου κοινής αποδοχής είναι και η ανάλυση για τα εγγενή μειονεκτήματα της Ευρωζώνης. Οπως εξηγεί, η απώλεια νομισματικής κυριαρχίας και ελέγχου επί της συναλλαγματικής ισοτιμίας που συνεπάγεται η συμμετοχή στο κοινό νόμισμα απαιτούσε «ένα φάσμα θεσμών» που θα βοηθούσε τα κράτη-μέλη στων οποίων τις ανάγκες δεν ταίριαζαν οι κοινές πολιτικές. «Η Ευρώπη απέτυχε να δημιουργήσει αυτούς τους θεσμούς», σημειώνει ο συγγραφέας – αναφέροντας ως παραδείγματα μια λειτουργική τραπεζική ένωση με πανευρωπαϊκή εγγύηση καταθέσεων, φιλοαναπτυξιακούς δημοσιονομικούς κανόνες και αμοιβαιοποίηση του χρέους.

Εκεί που γίνεται πιο αμφιλεγόμενη ερμηνεία του Στίγκλιτζ είναι, κατ’ αρχάς, στον βαθμό που αποδίδει στο ίδιο το ευρώ υπαιτιότητα για τις αναταράξεις που ξεκίνησαν με την ελληνική κρίση. Ο συγγραφέας γράφει:«Η δομή της Ευρωζώνης –οι κανόνες, οι ρυθμίσεις και οι θεσμοί διακυβέρνησής της– ευθύνεται για τις φτωχές επιδόσεις της περιοχής, συμπεριλαμβανομένων και των πολλαπλών της κρίσεων».

Ωστόσο, όπως έχει δείξει πειστικά ο Μάρτιν Σάντμπου των Financial, τα φαινόμενα υπερχρέωσης που σημειώθηκαν στις χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης θα είχαν πιθανότατα συμβεί, στις συνθήκες της εποχής εκείνης, ακόμα και χωρίς το ευρώ. Επιπλέον, μετά το 2009, όπως γράφει ο Σάντμπου, «οι ηγέτες έκαναν λάθη όχι επειδή το ευρώ δεν τους επέτρεπε καμία εναλλακτική λύση, αλλά λόγω εσφαλμένων ιδεών για το τι χρειαζόταν – πάνω από όλα την ιδέα ότι μια αναδιάρθρωση του χρέους πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία».

Ο κύριος στόχος
Ο Στίγκλιτζ συμφωνεί ότι, ακόμη και εντός του πλαισίου λειτουργίας του ευρώ, θα μπορούσε να είχε γίνει πολύ καλύτερη διαχείριση της κρίσης. Επιμένει δε ότι το ιδανικό αποτέλεσμα δεν είναι η διάλυση του ευρώ, αλλά η εφαρμογή των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων στη διακυβέρνηση της Ευρωζώνης, που θα επιτρέψουν στις χώρες του Νότου να γνωρίσουν και αυτές την ευημερία.

Στην πολεμική του κατά της τρόικας και της Γερμανίας, το βιβλίο αφιερώνει πολλές σελίδες στην Ελλάδα. Ο Στίγκλιτζ επαναλαμβάνει τη δίκαιη κατηγορία για το προπατορικό αμάρτημα της ελληνικής «διάσωσης» – την άρνηση των επίσημων πιστωτών της Ελλάδας να δεχθούν την εκ των προτέρων αναδιάρθρωση του χρέους τον Μάιο του 2010. Το αποτέλεσμα ήταν ένα δημοσιονομικά δρακόντειο πρόγραμμα που σε λίγους μήνες βγήκε εκτός πορείας και προκάλεσε συντριπτική ύφεση. Θυμίζει δε ότι και τα επόμενα προγράμματα επέμειναν αμετανόητα στη σκληρή λιτότητα, με ασφυκτικά υψηλούς στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων.

Ο Αμερικανός οικονομολόγος, όμως, εστιασμένος εμμονικά στον κύριο στόχο του, τη συντηρητική-νεοφιλελεύθερη ιδεολογία και τις μεγάλες τράπεζες, αφιερώνει ελάχιστο χώρο τις ευθύνες των ελληνικών κυβερνήσεων, τόσο για τις πρακτικές που οδήγησαν στη χρεοκοπία όσο και για την αδυναμία προσαρμογής μετά το 2009. Δεν έχει τίποτε να πει για τους λόγους για τους οποίους τα προγράμματα της Ιρλανδίας, της Κύπρου και της Πορτογαλίας ήταν πιο επιτυχημένα από τα ελληνικά.

Το Grexit ως ουτοπία
Εκεί που πραγματικά ξεφεύγει, όμως, ο Στίγκλιτζ είναι στο κεφάλαιο με τίτλο «Μπορεί να υπάρξει φιλικό διαζύγιο;», όπου εξετάζει τη δυνατότητα εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ. Συνδυάζοντας τις φαντασιώσεις Λαφαζάνη και Βαρουφάκη, επιχειρηματολογεί ότι «παρά κάποια τραντάγματα και αβεβαιότητες» η Ελλάδα μπορεί γρήγορα να ανακάμψει εκτός ευρώ.

Η απουσία από αυτήν την ουτοπία προβλημάτων όπως ο υπερπληθωρισμός, η αδυναμία εισαγωγής βασικών αγαθών, η μαύρη αγορά ευρώ λόγω κατάρρευσης της ισοτιμίας του νέου νομίσματος, η πιθανή εμπλοκή του στρατού (την οποία θεωρεί απαραίτητη για τη μετάβαση ο φίλος του Τζέιμς Γκάλμπρεϊθ) κ.ο.κ. λειτουργούν ως οπιοειδές ναρκωτικό: αμβλύνουν τις αισθήσεις, βυθίζουν τον αναγνώστη στη λήθη και την ευφορία.
Η ευφορία αυτή όμως, όπως μάθαμε πέρυσι το καλοκαίρι, δεν διαρκεί για πάντα. Οσο περισσότερο συντηρείται δε, τόσο πιο οδυνηρή είναι η επιστροφή στην πραγματικότητα. Βιβλία σαν του Στίγκλιτζ, παρότι έχουν πολλά να προσφέρουν στη συζήτηση για μία καλύτερη οικονομική πολιτική στην Ευρωζώνη, δυστυχώς στην Ελλάδα παρέχουν ακαδημαϊκή κάλυψη για όσους εξακολουθούν να πετούν στα σύννεφα και να αρνούνται την ανάγκη να αλλάξει ριζικά το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας.

ΠΗΓΗ: kathimerini.gr

Διάλογος για την Ευρωπαϊκή Ένωση