Ο Φώτης Κουβέλης δέχεται, με αφορμή την υπουργοποίηση του, μια ανοίκεια επίθεση με σκαιούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς, στον αντίποδα του αναγκαίου για μια ευρωπαϊκή χώρα πολιτικού πολιτισμού. Ο άνθρωπος που θεωρούνταν ικανός να γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας χαρακτηρίζεται τώρα ως συναλλασσόμενος, αναξιοπρεπής και ηθικά εξαθλιωμένος. Η κριτική στα πεπραγμένα του πολιτικού προσώπου εκπίπτει σε μια επιχειρούμενη «δολοφονία χαρακτήρα».
Στην πραγματικότητα όμως ο Φώτης Κουβέλης μπορεί να μην κατάφερε - μαζί με την υπόλοιπη ηγετική ομάδα - αυτά που οραματίζονταν τα μέλη και οι ψηφοφόροι της Δημοκρατικής Αριστεράς για την πολιτική της παρουσία, όμως αυτό δεν αναιρεί την εκτίμηση ότι είναι ένας πολιτικός που πορεύτηκε με αρχές, αξίες και ευθύνη έναντι της χώρας και του λαού.
Στον πυρήνα των επιθέσεων βρίσκεται η εκτίμηση ότι με μια διαφορετική πολιτική στάση στο θέμα της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας ο Φώτης Κουβέλης «θα έσωζε την παρτίδα» και οι εκλογές θα πραγματοποιούνταν ένα χρόνο μετά που η χώρα θα είχε βγει από την κρίση και κατά συνέπεια δεν θα επερχόταν η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ (!)
Είναι προφανές ότι πρόκειται για μια επιφανειακή και μη στοχαστική ανάλυση, καθώς δεν συνυπολογίζει τις κοινωνικοπολιτικές τάσεις που είχαν διαμορφωθεί, όχι μόνο λόγω των υποσχέσεων του ΣΥΡΙΖΑ για σύντομη και ανώδυνη έξοδο από την κρίση, αλλά κυρίως λόγω των επενεργειών της πολιτικής της κυβέρνησης, που αύξανε διαρκώς τη φτώχεια και έδειχνε να μην «έχει πάτο» στην καθίζηση των λαϊκών εισοδημάτων. Αυτό που ζητούσαν από τη ΔΗΜΑΡ και τον πρόεδρος της είναι να αδιαφορήσει για το περιεχόμενο των ασκούμενων πολιτικών και να λειτουργήσει σαν παρακολούθημα μιας δεξιάς πολιτικής και όχι ως δύναμη προοδευτικού εκσυγχρονισμού. Ανεξάρτητα όμως από την ορθότητα η μη της πολιτικής στάσης που τήρησε η ΔΗΜΑΡ είναι προδήλως αυταρχική και αντιδημοκρατική μέθοδος η εξύψωση ή η καταρράκωση των πολιτικών προσώπων αναλόγως με το εάν εντάσσονται ή όχι στο πολιτικό σχέδιο των κυρίαρχων δυνάμεων και δη των εξωθεσμικών κέντρων. Η αυτονομία της πολιτικής είναι συστατικό στοιχείο της πραγματικής δημοκρατίας.
Μέσα σε αυτήν την ανοίκεια επίθεση εντάχθηκαν δυστυχώς αρκετά στελέχη με τα οποία συμπορευτήκαμε στη ΔΗΜΑΡ και τώρα συμμετέχουν σε συνιστώσες του Κινήματος Αλλαγής.
Επικαλούνται αυθαιρέτως ότι κάθε σύγκλιση με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι προδοσία του παρελθόντος και του παρόντος της ανανεωτικής αριστεράς, ενώ η σύγκλιση ή η ένταξη σε άλλα κόμματα του προοδευτικού χώρου (ΠΟΤΑΜΙ, ΠΑΣΟΚ) είναι φυσιολογική εξέλιξη και δείγμα πίστης στις αρχές της ανανεωτικής αριστεράς. Αυτή η πεποίθηση δεν τεκμηριώνεται από πουθενά και μάλλον εκφράζει μια σκόπιμη δικαιολόγηση των πολιτικών επιλογών που ήδη έχουν γίνει. Μόνο η συνέχιση της αυτόνομης πορείας της ΔΗΜΑΡ θα ήταν η «πιστοποιημένη» πολιτική έκφραση των αρχών και αξιών της , ενώ όλες οι επιλογές προχώρησης σε άλλα ρεύματα κρίνονται και θα κριθούν εν τέλει εκ του αποτελέσματος. Για αυτό σε ένα περιβάλλον μεγάλης επισφάλειας επιλογών είναι ανεπίτρεπτη η εξαπόλυση προσωπικών χαρακτηρισμών και η δίκη προθέσεων και υπάρχει χώρος μόνο για αντιπαραθέσεις με επιχειρήματα επί της ουσίας της πολιτικής.
Υπόρρητα διατυπώνεται πως ο πρώην Πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ είναι ο αποκλειστικά υπεύθυνος της ήττας και για αυτό το λόγο δεν δικαιούται να επιστρέψει στην πολιτική ζωή. Είναι προφανής η έλλειψη ευθυκρισίας μιας τέτοιας άποψης, αφού είναι ευρέως γνωστό ότι υπήρχαν συλλογικές και ατομικές ευθύνες για την πορεία της ΔΗΜΑΡ. Όσοι μάλιστα συμμετείχαμε στην ηγετική ομάδα γνωρίζουμε πολλές συμπεριφορές και γεγονότα που αναδεικνύουν τη διάχυση των ευθυνών. Ανεξαρτήτως όμως επιμερισμού των ευθυνών, εάν το δικαίωμα ανάκτησης ενός νέου ρόλου υπάρχει για τους πρώην βουλευτές και τα πρώην ηγετικά στελέχη της ΔΗΜΑΡ, τότε το ίδιο δικαίωμα ισχύει και για τον πρώην πρόεδρο της. Είναι θέμα ισοπολιτείας εν τοις πράγμασι.
Διατυπώνεται επίσης κριτική για την ανάληψη εκ μέρους του Φώτη Κουβέλη θέσης αναπληρωτή Υπουργού σε ένα Υπουργείο όπου Υπουργός είναι ο Πάνος Καμμένος.
Η κριτική αυτή έχει βάση, αλλά το ίδιο συνέβη και είναι πιθανόν να συμβεί και μελλοντικά με τη συμμετοχή στελεχών του Κινήματος Αλλαγής, σε μια κυβέρνηση (είτε εθνικής ενότητας, είτε μόνο με τη Ν.Δ) μαζί με τον νυν αντιπρόεδρο της ΝΔ Αδωνι Γεωργιάδη και τον Μάκη Βορίδη. Εξάλλου δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ως ΔΗΜΑΡ συμμετείχαμε σε μια τρικομματική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Αντώνη Σαμαρά και γενικό γραμματέα της κυβέρνησης τον Μπαλτάκο, γνωστό συνομιλητή της Χρυσής Αυγής. Η λύση για την υπέρβαση τέτοιων αντιφατικών συμμαχιών είναι η διαμόρφωση της συμμαχίας των προοδευτικών δυνάμεων με κύριες συνιστώσες τον ΣΥΡΙΖΑ και το Κίνημα Αλλαγής, που δεν θα χρειάζεται στήριξη από λιγότερο ή περισσότερο δεξιές δυνάμεις και πρόσωπα με εθνικιστικές απόψεις.
Σήμερα όλα τα στελέχη της παλιάς ΔΗΜΑΡ, φαντάζομαι ότι ανεξαρτήτως των κομμάτων (ή των πολιτικών δικτύων) στα οποία δραστηριοποιούνται, συνεχίζουν να κατατάσσουν τον εαυτό τους στο χώρο της ανανεωτικής μεταρρυθμιστικής αριστεράς. Παρά το ότι το κόμμα που ιδρύσαμε δεν υπάρχει επί της ουσίας, μπορούμε να κρατήσουμε τις καλύτερες πτυχές του εγχειρήματος της ΔΗΜΑΡ, τα ταυτοτικά χαρακτηριστικά, το προοδευτικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, τη στάση ευθύνης έναντι της χώρας και τον πολιτικό πολιτισμό.
Έτσι μόνο μπορούμε να έχουμε θετική επίδραση στην πολιτική ζωή του τόπου. Έτσι μπορούμε να συμβάλλουμε σημαντικά στην ανασυγκρότηση του ευρύτερου προοδευτικού χώρου και στη δημιουργία μιας νέας συμμαχίας, που θα εμπεδώσει μια σύγχρονη προοδευτική διακυβέρνηση με σταθερό ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Μια συμμαχία που θα κρατήσει τη χώρα ως δύναμη σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή και θα την εντάξει ουσιαστικά στην ευρωπαϊκή κανονικότητα μέσα από ένα καθολικό δημοκρατικό και προοδευτικό μετασχηματισμό. Μια προοδευτική συμμαχία που θα είναι πολύ χρήσιμη και για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία δοκιμάζεται από την επικίνδυνη άνοδο των πολιτικών δυνάμεων που εμφορούνται από εθνικιστικές, φυλετικές, ευρωσκεπιτικιστικές και συχνά αντιδημοκρατικές ιδέες.