Η στρατηγική προτεραιότητα του πρωθυπουργού Ζάεφ για την ένταξη της χώρας του στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε., η εκφρασμένη διάθεση για μια συμβιβαστική λύση με την Ελλάδα και η απαξίωση ως ένα βαθμό της εθνικιστικής αλυτρωτικής ρητορίας του καθεστώτος Γκρουέφσκι, άνοιξε μια ευκαιρία επίλυσης του προβλήματος της ονομασίας και των συνδεδεμένων ζητημάτων με τη γείτονα χώρα, 27 χρόνια μετά το 1991 που ανακηρύχτηκε ανεξάρτητο κράτος.
Η ελληνική κυβέρνηση ανταποκρίθηκε στις εξελίξεις, που επιταχύνονται μετά την συνάντηση των πρωθυπουργών Τσίπρα και Ζάεφ στο Νταβός, την απόφαση των κ. Ν. Κοτζιά και Ν. Ντιμιτρώφ να συστήσουν διμερείς ομάδες εργασίας, όπου θα συζητούνται όλα τα θέματα, παράλληλα με την διαπραγμάτευση που ξεκίνησε επίσημα στην Ν. Υόρκη υπό τον κ. Νίμιτς. Η FYROM επιδιώκει συμφωνία με την Ελλάδα, ώστε να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ στη θερινή σύνοδο κορυφής τον Ιούλιο στις Βρυξέλες. Επισπεύδοντες για λύση είναι για γεωστρατηγικούς λόγους, τόσο η ΗΠΑ όσο και η Ε.Ε.
Ποιοι είναι οι στόχοι της Ελλάδας στα Βαλκάνια και ποια είναι η πραγματικότητα ; Η πολιτική σταθερότητας, ασφάλειας, ειρήνης, η συνεργασία και η συνανάπτυξη της περιοχής, αποτελεί κοινή ανάγκη όλων των χωρών και της Ελλάδος. Η ειρήνη και η ασφάλεια απαιτούν σταθερές κρατικές οντότητες στα Βαλκάνια που θα συνδέονται με αμοιβαία επωφελείς σχέσεις. Η διαμόρφωση ενός πλαισίου δημοκρατικής συμβίωσης ανάμεσα σε πολίτες διαφορετικής εθνοτικής και θρησκευτικής προέλευσης, των κρατών και της FYROM, συμβάλλει στην κοινωνική ειρήνη και την πολιτική σταθερότητα. Τα Βαλκάνια αποτελούν στρατηγικό διάδρομο των ενεργειακών αγωγών, η Ε.Ε. ενδιαφέρεται για τη ασφαλή μεταφορά ενεργειακών πόρων, φυσικό αέριο, από την Ανατολή στην Κεντρική και Νότια Ευρώπη, μιας και τα αποθέματα στη Βόρεια Θάλασσα μειώνονται και επιθυμεί την μείωση της εξάρτησή της από τη Ρωσία.
Η συνεργασία και η ανάπτυξη των οικονομικών και εμπορικών ανταλλαγών, η ένταξη των χωρών στους ευρωατλαντικούς οργανισμούς, θα ανασχέσουν τις λογικές «της Μεγάλης Αλβανίας», που αποτελούν κίνδυνο και για το κράτος της FYROM και θα αποκόψουν τη διείσδυση της πολιτικής του Ερντογάν, που αξιοποιεί τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς και όσο η Ελλάδα απουσιάζει από την περιοχή, η Τουρκία σπεύδει να καλύψει το κενό σε βάρος μας. Η Ελλάδα ως μοναδική χώρα του ευρώ, μπορεί να λειτουργήσει ως παράγων σταθερότητας, όχι μόνο ως προς τη Μέση Ανατολή και την Τουρκία, αλλά και προς τα Βαλκάνια, να πρωταγωνιστήσει στην αναδιοργάνωση της περιοχής, τη διαμόρφωση μιας νέας ευρωπαϊκής βαλκανικής πολιτικής σε συνάφεια με την ανακοίνωση το Φλεβάρη της στρατηγικής διεύρυνσης της Ε.Ε. Η πολιτική διεύρυνσης της Ε.Ε. στα δυτικά Βαλκάνια θα αναπτύξει τα δίκτυα μεταφορών, τις συναλλαγές με την Ευρώπη και θα εξασφαλίσει νόμιμη βαλκανική οδό για τους πρόσφυγες.
Η παρούσα κατάσταση και η μη επίλυση της αποτελεί πρόβλημα και για τις δύο χώρες, εμποδίζει τη πλήρη ανάπτυξη σχέσεων μεταξύ τους αλλά και ευρύτερα τη Βαλκανική συνεργασία. Σήμερα η Ελλάδα είναι εμπορικός εταίρος της γείτονος και έχει πραγματοποιήσει σημαντικές επενδύσεις. Και η γείτονα χώρα, είναι ένας από τους σημαντικότερους εμπορικούς χρήστες του λιμανιού της Θεσσαλονίκης και οι πολίτες της καταφτάνουν μαζικά, ιδιαίτερα την καλοκαιρινή περίοδο.
Είναι πια καιρός να αποδεχτούμε ότι οι εθνικισμοί οδηγούν στην άρνηση ενός επωφελούς συμβιβασμού και ότι η θέση: «κανένα όνομα με τον όρο Μακεδονία ή παράγωγα του», οδήγησε στην αναγνώριση νέτα σκέτα της γείτονος ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας» από 140 χώρες από τις οποίες 4 είναι μέλη του Συμβουλίου ασφαλείας του ΟΗΕ. ΗΠΑ, Ρωσία , Αγγλία , Κίνα πλην της Γαλλίας. Είναι λάθος και ανακριβές το λεχθέν, «Η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική», δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού ως Μακεδόνες έχουν όλοι όσοι γεννήθηκαν και κατοικούν στο χώρο της ιστορικής Μακεδονίας, που μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, διαμοιράστηκε στην Ελλάδα, τη FYROM και τη Βουλγαρία. Το αυτονόητο είναι ότι καμία χώρα, δεν μπορεί να μονοπωλήσει το όνομα Μακεδονία, παραπέμποντας σε επεκτατισμό. Κάθε άλλη διατύπωση συγκρούεται με το διεθνές δίκαιο και την κοινή λογική. Άρα για την επίτευξη συμφωνίας κοινής αποδοχής, απαιτείται σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό ή χρονικό προσδιορισμό για κάθε χρήση και άρση των αλυτρωτικών βλέψεων ή διεκδικήσεων .
Αποδείχτηκε ότι η μη λύση είναι η χειρότερη λύση και ότι ένας έντιμος συμβιβασμός μπορεί να είναι μια λύση θετικού αθροίσματος και για τους δύο. Απαιτείται ενσυναίσθηση της πραγματικότητας. Οι μαξιμαλισμοί και οι εθνικισμοί ζημίωσαν αμοιβαίως τις χώρες. Δεν χρειαζόμαστε ένα νέο διχασμό σε πατριώτες και μειοδότες, χρειάζεται σεβασμός στις εθνικές ευαισθησίες του πληθυσμού στην Β. Ελλάδα, που απορρέουν από βιώματα ξεριζωμού, Πόντιοι, Μικρασιάτες και απόδημοι Μακεδόνες και αντίκρουση της εθνικής καπηλείας αυτών των συναισθημάτων. Να μη χαθεί η ευκαιρία λόγω μικροκομματικών υπολογισμών, σκοπιμοτήτων και ρητορικών πλειοδοσιών και η κυβέρνηση οφείλει να ενημερώσει υπεύθυνα την αξιωματική αντιπολίτευση και τα άλλα κόμματα. Τα κόμματα, οι θεσμοί και οι κοινωνικές οργανώσεις οφείλουν να βοηθήσουν τους πολίτες να κατανοήσουν την κατάσταση, τις διεθνείς συνθήκες και τις γεωπολιτικές αλλαγές. Η λύση του μπορεί να είναι μια νίκη για όλους μας, χωρίς νικητές και ηττημένους.
Οι διαπραγματεύσεις δε θα είναι εύκολες και υπάρχουν αρκετές δυσκολίες. Η κυβέρνηση Ζάεφ έχει ισχνή πλειοψηφία στη Βουλή, υπάρχει διαφορά απόψεων κυβέρνησης και προέδρου και χρειάζεται διαχείριση του εθνικισμού για την άρση του αλυτρωτισμού, πολύ περισσότερο αν η τελική απόφαση ληφθεί με δημοψήφισμα. Η FYROM έχει κατοχυρώσει διεθνώς σε μεγάλο βαθμό το όνομα Μακεδονία. Στην Ελλάδα αρκετοί δείχνουν να το αγνοούν, όπως αγνοούν και το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού τους υπό προϋποθέσεις. Η κατοίκηση στην περιοχή και η πολύχρονη χρήση του ονόματος Μακεδονία έχουν δημιουργήσει κοινωνική συνείδηση. Δεν αποτελεί πατριωτισμό να θέτει κανείς ζητήματα, έξω από τις διεθνείς συνθήκες και να προκαλεί τη διεθνή απομόνωση της χώρας. Απαιτείται ένα μέτωπο λογικής. Στη σημερινή συγκυρία ο πατριωτισμός των Ελλήνων μπορεί και πρέπει να διοχετευθεί στην έξοδο της χώρας μας από την κρίση, του ανοίγματος ενός νέου κύκλου βιώσιμης ανάπτυξης, της επιδίωξης κοινά αποδεκτής λύσης και ανάδειξη της σε πρωταγωνιστή της πολιτικής της Ε.Ε., στα Βαλκάνια, τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.