ΠΟΛΙΤΙΚΗ

hampermas                μέρος του άρθρου από Eφημερίδα Συντακτών 30.10.2017

…η αρχισυνταξία στη Φρανκφούρτη επέστρεψε ένα άρθρο του ανταποκριτή από το διαστημόπλοιο των Βρυξελλών με την παρατήρηση: «Μη γράφεις τόσο περίπλοκα. Αρκεί να γράψεις τι θα κοστίσει αυτό σ’ εμάς τους Γερμανούς».

Το μειωμένο ενδιαφέρον που δείχνουν οι Γερμανοί πολιτικοί, μάνατζερ και δημοσιογράφοι για τον σχηματισμό μιας Ευρώπης που να είναι ικανή να δρα πολιτικά δεν θα μπορούσε να βρει πιο μεστή έκφραση.

Εδώ και χρόνια, εφημερίδες φοβισμένες και πειθήνιες είναι πρόθυμες να βοηθήσουν τους πολιτικούς μας, ώστε η ευρεία κοινή γνώμη στη Γερμανία να μην επιβαρύνεται με το θέμα της Ευρώπης….. Αλλά και την τελευταία δεκαετία που σοβεί η οικονομική κρίση, η καγκελάριος και ο υπουργός Οικονομικών της θεωρούσαν σωστό να αυτοπροσδιορίζονται ως οι πραγματικοί «Ευρωπαίοι» – σε μια οφαλμοφανή αντίθεση με τα γεγονότα.

Τώρα όμως εμφανίζεται στη σκηνή ο Εμανουέλ Μακρόν και θα μπορούσε να διαλύσει το πέπλο αυτής της ευχάριστης αυταπάτης, παρά τις κολακείες του προς την ηττημένη καγκελάριο, η οποία δέχεται πιέσεις από το ίδιο της το κόμμα, με στόχο μια συνεργασία με αλληλοσεβασμό. Τα κεφάλια με «ρεαλιστική» σκέψη στις μεγάλες γερμανικές εφημερίδες φαίνεται να φοβούνται πως τα λόγια του Γάλλου προέδρου για τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα θα μπορούσαν να ανοίξουν επιτέλους τα μάτια στο γερμανικό κοινό και να το κάνουν να δει ότι η γερμανική κυβέρνηση, με τον στιβαρό οικονομικό της εθνικισμό, είναι μάλλον γυμνή.

Ο ΓκέοργκΜπλούμε, στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του που κυκλοφόρησε πρόσφατα, με υπότιτλο «Πώς η Γερμανία ρισκάρει μια φιλία», συλλέγει θλιβερές αποδείξεις από τον Τύπο και την πολιτική για τον νεογερμανικό υπεροπτικό τόνο απέναντι στη Γαλλία και τους Γάλλους.

Από την αρχή κιόλας, ορισμένα σχόλια για τον Μακρόν κινούνταν ανάμεσα στην αδιαφορία, την αλαζονεία και μια εσπευσμένα αμυντική στάση. Και εκτός από ένα πρωτοσέλιδο του Spiegel, η ανταπόκριση στον προσεκτικά δομημένο λόγο του Γάλλου προέδρου για την Ευρώπη ήταν από άνευρη έως αδύναμη. Από αυτό το υλικό, που είναι κατάλληλο για κωμωδία, ο διαφαινόμενος κυβερνητικός συνασπισμός «Τζαμάικα» (σ.σ.: Χριστιανοδημοκράτες, Πράσινοι, Φιλελεύθεροι) θα μπορούσε να κατασκευάσει μια πειστική τραγωδία – εάν λόγου χάρη γινόταν υπουργός Οικονομικών ο Κρίστιαν Λίντνερ και εφάρμοζε την παρακαταθήκη του Σόιμπλε.

Ο τέως υπουργός Οικονομικών, σε ένα non-paper για το Eurogroup, είχε σχεδιάσει ένα πρόγραμμα το οποίο θα μπλόκαρε οποιονδήποτε συμβιβασμό με την πρωτοβουλία του Γάλλου προέδρου. Στο πρόγραμμα αυτό ο Σόιμπλε συνδυάζει τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου με την αγαπημένη ιδέα του ορντοφιλελευθερισμού (Οrdoliberalismus), ο οποίος θέλει να προλάβει τη δημοκρατική συμμετοχή, που τον φοβίζει, απογυμνώνοντας την πολιτική εξουσία από τις αποφάσεις σχετικά με την οικονομία και τα δημοσιονομικά, και μεταφέροντάς τες σε μια τεχνοκρατική διοίκηση.

Ωραία θα ήταν αν ξεμπέρδευα εδώ με τις αγωνίες μου. Η κατάσταση όμως είναι πολύ σοβαρή και δεν το επιτρέπει. Γιατί η επόμενη γερμανική κυβέρνηση (εάν βέβαια έχει πια κανείς όρεξη να συμμετάσχει) πρέπει να σηκώσει το γάντι που πέταξε ο Γάλλος πρόεδρος. Θα αρκούσε μια πολιτική αναβολών και παραλείψεων ώστε να χαθεί μια ιστορική ευκαιρία.

Οι ενδεχομενικότητες της Ιστορίας σπάνια εμφανίζονται τόσο καθαρά όσο στην αναπάντεχη άνοδο αυτού του γοητευτικού, εκθαμβωτικού ίσως, και πάντως ασυνήθιστου ατόμου. Κανείς δεν περίμενε ότι ένας υπουργός της κυβέρνησης Ολάντ δίχως κόμμα, ο οποίος κατά τα φαινόμενα έκανε μια εγωκεντρική κούρσα και έφτιαξε από το μηδέν ένα πολιτικό κίνημα, θα υπερσκέλιζε ένα ολόκληρο κομματικό σύστημα.

Αντίθετα σε κάθε δημοσκοπική εμπειρία, ένα μοναδικό άτομο, χωρίς ακολουθία, κατάφερε μέσα στη σύντομη περίοδο ενός προεκλογικού αγώνα να κερδίσει την πλειοψηφία με ένα επιθετικό πρόγραμμα για την εμβάθυνση της συνεργασίας στην Ευρώπη, έχοντας απέναντί του έναν αυξανόμενο δεξιό λαϊκισμό στον οποίο ένας στους τρεις Γάλλους εμπιστεύτηκε την ψήφο του. Ηταν εντελώς απίθανο ότι κάποιος σαν τον Μακρόν θα εκλεγόταν πρόεδρος σε μια χώρα της οποίας ο πληθυσμός ήταν από πάντα πιο ευρωσκεπτικιστής από τους Λουξεμβούργιους και τους Βέλγους, από τους Γερμανούς, τους Ιταλούς, τους Ισπανούς και τους Πορτογάλους.

Με μια ψύχραιμη εκτίμηση, είναι εξίσου απίθανο ότι η επόμενη γερμανική κυβέρνηση θα έχει τη διορατικότητα να δώσει μια γόνιμη απάντηση, δηλαδή μια απάντηση με μέλλον, στην ερώτηση που της έθεσε ο Μακρόν. Και τη σημασία της ερώτησης απλώς να καταλάβαινε, εγώ θα ανακουφιζόμουν.

Είναι επίσης αρκετά απίθανο ότι μια κυβέρνηση συνασπισμού που σπαράσσεται από εσωτερικές εντάσεις θα βρει το κουράγιο να αναθεωρήσει τις δύο βασικές θέσεις που επέβαλε η Μέρκελ από την πρώτη κιόλας μέρα της οικονομικής κρίσης: τον διακυβερνητισμό, ο οποίος εξασφαλίζει στη Γερμανία ηγετικό ρόλο στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, και την πολιτική λιτότητας, την οποία επέβαλε, χάρη στον ρόλο της αυτόν, η Γερμανία στον ευρωπαϊκό Νότο, με δυσανάλογα οφέλη για την ίδια. Και είναι εντελώς απίθανο ότι η καγκελάριος δεν θα χρησιμοποιήσει ως δικαιολογία την αδύναμη θέση της στο πολιτικό σκηνικό της χώρας της για να ξεκαθαρίσει στον γοητευτικό της εταίρο ότι δυστυχώς δεν θα μπορέσει να υιοθετήσει αυτή την προοπτική μεταρρύθμισης – εξάλλου δεν είχε ποτέ καλή σχέση με τις προοπτικές.

Από την άλλη μεριά, υπάρχει ένα ερώτημα, αυτό που προσωπικά με τρώει: Είναι δυνατόν αυτή η αξιοσημείωτα έξυπνη και ευσυνείδητη πολιτικός, που προέρχεται από σπίτι προτεστάντη ιερέα και ώς τώρα έχει κακομάθει με την επιτυχία της, αλλά είναι ταυτόχρονα και σκεπτική (προσωπικά δεν την έχω συναντήσει ποτέ), να προσβλέπει στο να αναλάβει έναν τόσο άχαρο ρόλο στο τέλος μιας ενεργής δεκαεξάχρονης θητείας;

Θα θελήσει να αποχωρήσει έπειτα από τέσσερα ακόμη χρόνια που θα βγουν με το ζόρι, με την εξουσία της να θρυμματίζεται; Ή θα θελήσει, σε πείσμα όλων αυτών που ψιθυρίζουν κιόλας ότι έρχεται το τέλος της, να επιδείξει μεγαλοθυμία και να κάνει το μεγάλο βήμα, ξεπερνώντας τον εαυτό της;

Το ξέρει και η ίδια ότι η ευρωπαϊκή νομισματική ένωση, που αποτελεί βασικό ενδιαφέρον της Γερμανίας, δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί μακροπρόθεσμα όσο βαθαίνουν ακόμη περισσότερο, όπως συμβαίνει υπό το τωρινό καθεστώς, οι μεγάλες διαφορές στο εθνικό εισόδημα, στην ανεργία και τα δημόσια χρέη μεταξύ των εθνικών οικονομιών στον Βορρά και τον Νότο της Ευρώπης, οι οποίες εδώ και καιρό ακολουθούν αποκλίνουσες τροχιές.

Το φάντασμα της «μεταβατικής ένωσης» αποπροσανατολίζει από αυτή την καταστροφική δυναμική, η οποία μπορεί να αναχαιτιστεί μόνον εάν δημιουργηθεί ένας πραγματικά δίκαιος ανταγωνισμός πέρα από τα εθνικά σύνορα και εάν εφαρμοστεί μια πολιτική ενάντια στον επελαύνον έλλειμμα αλληλεγγύης – τόσο ανάμεσα στους εθνικούς πληθυσμούς όσο και μέσα στα ίδια τα έθνη.

Ο όρος «ανεργία των νέων» είναι εδώ ενδεικτικός. Ο Μακρόν δεν φτιάχνει μόνον ένα όραμα, αλλά ζητάει, πολύ συγκεκριμένα, να προχωρήσει η ευρωζώνη στην εξομοίωση των φόρων επιχειρήσεων, ζητάει αποτελεσματική φορολόγηση των συναλλαγών, την προοδευτική σύγκλιση των διαφορετικών καθεστώτων για την κοινωνική πολιτική, τη θέσπιση του αξιώματος του Ευρωπαίου εισαγγελέα για τους κανόνες του διεθνούς εμπορίου κ.λπ.

Από την άλλη πλευρά, οι μεμονωμένες αυτές προτάσεις, που στο κάτω κάτω είναι εδώ και καιρό γνωστές, δεν είναι αυτές που κάνουν τη διαφορά σε σχέση με αυτά που έχουμε συνηθίσει ώς τώρα στη στάση, στην πρωτοβουλία και στον λόγο αυτού του πολιτικού. Τρία είναι τα χαρακτηριστικά που ξεφεύγουν από τα συνηθισμένα:

  • το θάρρος του να διαμορφώνει πολιτική
  • η ομολογία του ότι η ενωμένη Ευρώπη ήταν υπόθεση μιας ελίτ και πρέπει να αλλάξει προς μια Ευρώπη των πολιτών, με δημοκρατική αυτοδιάθεση
  • η πειστική στάση ενός ανθρώπου ο οποίος εμπιστεύεται τη δύναμη του λόγου που εκφράζει σκέψη.

Διαλέγοντας έναν πολύ γαλλικό όρο απευθύνεται ο Μακρόν στις 26 Σεπτεμβρίου στο φοιτητικό του κοινό και στην πολιτική ελίτ στη Γερμανία εξίσου, όταν αναφέρεται επανειλημμένα στην «κυριαρχία» (souveraineté), την οποία δεν μπορεί πλέον να την εξασφαλίσει το εθνικό κράτος, αλλά μόνον η Ευρώπη για τους πολίτες.

Μόνον υπό την προστασία και με τη δύναμη της ενωμένης Ευρώπης μπορούν αυτοί οι πολίτες να υπερασπιστούν τα κοινά τους συμφέροντα και τις αξίες τους, σ’ έναν κόσμο που έχει έρθει τα πάνω κάτω. Ο Μακρόν τονίζει την «πραγματική» κυριαρχία σε σχέση με τη χιμαιρική κυριαρχία των Γάλλων «κυριαρχιστών». Λέει με τ’ όνομά του το αναξιοπρεπές παιχνίδι του κυβερνητικού προσωπικού, το οποίο όταν βρίσκεται στη χώρα του αποστασιοποιείται από τους νόμους που το ίδιο έχει αποφασίσει στις Βρυξέλλες, και δεν ζητάει τίποτε λιγότερο από την εκ νέου ίδρυση μιας Ευρώπης που θα είναι ικανή να δρα πολιτικά τόσο στο εσωτερικό της όσο και προς τα έξω: αυτό εννοεί με τον όρο «κυριαρχία», την αυτοεξουσιοδότηση των Ευρωπαίων πολιτών.

Ως σταθμούς στον δρόμο προς τη θεσμοθέτηση της δυνατότητας κοινής δράσης, ο Μακρόν ονοματίζει τη στενότερη συνεργασία στην ευρωζώνη στη βάση ενός κοινού προϋπολογισμού. Η κεντρική και επίμαχη πρότασή του: «Ενας (τέτοιος) προϋπολογισμός μπορεί μόνο να συνοδεύεται από μια ισχυρή πολιτική καθοδήγηση μέσω ενός κοινού υπουργού και ενός κοινοβουλευτικού ελέγχου αξιώσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η ευρωζώνη με ένα κοινό διεθνές νόμισμα αρκεί για να προσφέρει στην Ευρώπη το πλαίσιο ώστε να αναπτυχθεί σε παγκόσμια οικονομική δύναμη».

Εχοντας την αξίωση να διαμορφώσει με πολιτικό τρόπο τα προβλήματα μιας ολοένα και πιο αλληλοεξαρτώμενης παγκόσμιας κοινωνίας, ο Μακρόν ξεχωρίζει όσο ελάχιστοι άλλοι από το στρώμα των πολιτικών στελεχών που έχουν χρόνια υπερφόρτωση, προσαρμόζονται καιροσκοπικά και αντιδρούν μονάχα από μέρα σε μέρα, χωρίς καμιά προοπτική.

Είναι να τρίβουμε τα μάτια μας: Υπάρχει κάποιος που θέλει να αλλάξει κάτι στο statusquo; Υπάρχει κάποιος που έχει το επιπόλαιο θράσος να σταθεί απέναντι στη μοιρολατρική συνείδηση των φελάχων, οι οποίοι υποκύπτουν στις δήθεν επιτακτικές επιταγές μιας παγκόσμιας οικονομικής τάξης που έχει ενσωματωθεί σε μεγάλους διεθνείς οργανισμούς; Αν τον καταλαβαίνω σωστά, ο Μακρόν επιδεικνύει ένα καινούργιο ενδιαφέρον που δεν έχει ενταχθεί στο κομματικό μας σύστημα και ως εκ τούτου δεν εκπροσωπείται: ανάμεσα στον καθημερινό νεοφιλελευθερισμό του Κέντρου, στον αυτάρεσκο αντικαπιταλισμό των αριστερών εθνικιστών και στην μπαγιάτικη ταυτοτική ιδεολογία των δεξιών λαϊκιστών.

Είναι κομμάτι της αποτυχίας της σοσιαλδημοκρατίας το γεγονός ότι μια πολιτική κατά βάση φιλική προς την παγκοσμιοποίηση και στραμμένη προς την Ευρώπη, η οποία παράλληλα λαμβάνει υπόψη της τις κοινωνικές ζημίες και τις καταστροφές που προκαλεί ο αχαλίνωτος καπιταλισμός και ως εκ τούτου πιέζει επίσης προς την απαραίτητη διακρατική επαναρύθμιση των σημαντικότερων αγορών, δεν έχει κατορθώσει να αποκτήσει ένα διακριτό προφίλ, παρά τις προσπάθειες του ΖίγκμαρΓκάμπριελ.

Την ελευθερία δράσης για μια τέτοια πολιτική δεν θα μπορούσε να τη διαθέτει ο Γκάμπριελ παρά μόνον ως υπουργός Οικονομικών ενός μεγάλου συνασπισμού με προοπτική να διαρκέσει και αποφασισμένου να συνεργαστεί με τον Μακρόν.

Το δεύτερο στοιχείο που διαφοροποιεί τον Μακρόν από άλλες πολιτικές προσωπικότητες είναι η ρήξη με μια σιωπηρή συναίνεση. Στην πολιτική τάξη, μέχρι στιγμής υπήρξε αυτονόητο ότι η Ευρώπη των πολιτών είναι μια υπερβολικά πολύπλοκη οντότητα και ότι ο στόχος της ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι ένα ζήτημα πολύ περίπλοκο για να επιτραπεί στους ίδιους τους πολίτες να ασχοληθούν μαζί του.

Τα τρέχοντα θέματα της πολιτικής των Βρυξελλών αφορούν μόνο τους εμπειρογνώμονες και τους καλά ενημερωμένους εκπροσώπους συμφερόντων, ενώ οι αρχηγοί των κυβερνήσεων διευθετούν ανάμεσά τους τις πιο σοβαρές συγκρούσεις μεταξύ αντιφατικών εθνικών συμφερόντων, συνήθως αναβάλλοντας ή αποκλείοντάς τες.

Πάνω απ’ όλα, ωστόσο, τα πολιτικά κόμματα συμφωνούν ότι τα ευρωπαϊκά ζητήματα θα πρέπει να αποφεύγονται στο μέτρο του δυνατού κατά τις εθνικές εκλογές, εκτός εάν τα τοπικά προβλήματα μπορούν να μετατεθούν στις πλάτες των γραφειοκρατών των Βρυξελλών. Και τώρα ο Μακρόν θέλει να καθαρίσει αυτή την κακοπιστία. Εχει ήδη σπάσει ένα ταμπού τοποθετώντας τη μεταρρύθμιση της Ευρώπης στο επίκεντρο της εκστρατείας του και καταφέρνοντας να κερδίσει, έναν χρόνο μετά το Brexit, αυτή την επίθεση ενάντια στα «θλιβερά πάθη της Ευρώπης».

Αυτό το δεύτερο στοιχείο προσδίδει, μέσα από τις δηλώσεις του Μακρόν, αξιοπιστία στη φράση που κατά τα άλλα ακούγεται συχνά: ότι η δημοκρατία είναι η ουσία του ευρωπαϊκού σχεδίου. Δεν μπορώ να κρίνω την εφαρμογή πολιτικών μεταρρυθμίσεων που έχει προεξαγγείλει για τη Γαλλία.

Μένει να αποδειχτεί αν εκπληρώνει την «κοινωνικά φιλελεύθερη» υπόσχεση να διατηρήσει τη δύσκολη ισορροπία μεταξύ κοινωνικής δικαιοσύνης και οικονομικής παραγωγικότητας. Ως αριστερός δεν είμαι «μακρονιστής» – εάν υπάρχει κάτι τέτοιο. Αλλά το πώς μιλάει ο Μακρόν για την Ευρώπη κάνει τη διαφορά. Μας ζητάει να κατανοήσουμε τους θεμελιωτές της Ενωσης, οι οποίοι θα είχαν δημιουργήσει μια Ευρώπη χωρίς τον πληθυσμό, επειδή ανήκαν σε μια φωτισμένη πρωτοπορία.

Ωστόσο, θέλει τώρα να μετατρέψει το σχέδιο της ελίτ σε σχέδιο των πολιτών και προωθεί προφανή βήματα προς την κατεύθυνση της δημοκρατικής αυτοδιάθεσης των Ευρωπαίων πολιτών έναντι των εθνικών κυβερνήσεων, οι οποίες αλληλοεξουδετερώνονται στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Γι’ αυτό ζητεί όχι μόνον καθολικό δικαίωμα ψήφου στις ευρωπαϊκές εκλογές, αλλά και κατάρτιση υποψηφίων στα κόμματα με διακρατικές λίστες. Αυτό προωθεί τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού κομματικού συστήματος, χωρίς το οποίο το Κοινοβούλιο του Στρασβούργου δεν είναι δυνατό να γίνει ένας τόπος όπου τα κοινωνικά συμφέροντα μπορούν να υπερβούν τα σύνορα κάθε κράτους και να γενικευτούν.

* Γερμανός φιλόσοφος

ΠΗΓΗ: efsyn.gr

Άρθρα στην κατηγορία Πολιτική