Oι περισσότεροι παρατηρητές της σύγχρονης γερμανικής σκηνής επισημαίνουν ότι μετά την ενοποίηση της Δυτικής και της Ανατολικής Γερμανίας άλλαξε ο τόνος της γερμανικής πολιτικής κουλτούρας. Άρχισαν να εμφανίζονται εκ νέου προβληματισμοί και θέματα που είχαν ξεχαστεί μετά τις πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν την ήττα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου.
Τώρα , είναι γνωστόν, ότι στην ιστορία της Γερμανίας , οι συζητήσεις για την γερμανική ταυτότητα καθορίστηκαν από τη διάχυτη και εγγενή αντίληψη της γερμανικής κοινωνίας περί της ιδιαιτερότητας της, σε σχέση με τη Δύση. Δεν πρόκειται, όπως λανθασμένα πολλές φορές αναφέρεται, περί απλού ιδεολογήματος, αλλά για συγκεκριμένο περιεχόμενο που πήρε το κυρίαρχο πολιτιστικό υπόδειγμα σε πλήρη αλληλεξάρτηση με τις ιδιαίτερες αναπτυξιακές διαδικασίες της γερμανικής κοινωνίας. Υπό αυτήν την άποψη η συγκεκριμένη αντίληψη ως δομικό στοιχείο του συλλογικού φαντασιακού της γερμανικής κοινωνίας αποτελεί μέρος της πραγματικότητάς της. Συνεπώς χρειάζεται ως τέτοια να ληφθεί υπόψη και ως τέτοια να ενταχθεί σε μια συλλογιστική αντιμετώπισης. Οι θέσεις που θεωρούν τις αντιλήψεις αυτές ως ανορθολογικές , μεταφυσικές κτλ (Richard Wolin, Η Γοητεία του Ανορθολογισμού) απλά επιβεβαιώνουν τα θεμελιώδη λάθη ενός «φιλελευθερισμού» που σφύζει από «οικουμενιστικά ιδεολογήματα» τα οποία δεν αντέχουν στην βάσανο της κριτικής της ιστορίας.
Από ιστορική άποψη, λοιπόν, οι συζητήσεις αυτές παραπέμπουν στην εικόνα της Γερμανίας που ακολουθεί το δικό της δρόμο. Έτσι το ζήτημα με τη γερμανική πολιτική της ταυτότητας είναι ότι τα βασικά σημεία αναφοράς της , τόσο ιστορικά όσο και πολιτισμικά, διαπνέονται από το ήθος της γερμανικής εξαίρεσης. Αναπόφευκτα, λοιπόν, όταν τίθενται σήμερα εκ νέου ζητήματα που αφορούν την εξέλιξη της γερμανικής εθνικής ταυτότητας είναι δύσκολο –αν όχι αδύνατο- να αποφευχθεί η χρήση της εθνοκεντρικής φρασεολογίας των παλαιότερων συζητήσεων για τη γερμανική ταυτότητα.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επιστήσουμε την προσοχή του αναγνώστη. Το πρόβλημα δεν είναι η γερμανική ιδιαιτερότητα , άλλωστε όλοι οι λαοί έχουν τις ιδιαιτερότητες τους που ανιχνεύονται σε ολόκληρη την ιστορική τους διαδρομή, παρά τις ισοπεδωτικές επιδράσεις που έχει επιφέρει η νεωτερικότητα κύρια συνιστώσα της οποίας αποτελεί το καπιταλιστικό σύστημα. Το ζήτημα είναι γιατί η γερμανική ιδιαιτερότητα διάκειται τόσο εχθρικά στις υπόλοιπες εθνικές ιδιαιτερότητες που προσπαθεί ουσιαστικά να τις απαλλοτριώσει, να τις υποτάξει, να τις υποδουλώσει και εν τέλει να τις εξαφανίσει.
Ο Γερμανικός εθνικισμός
Η πολιτιστική στροφή που έχει επισυμβεί στη Γερμανία προκαλεί αναπόφευκτη διάζευξη με τη μέχρι την ενοποίηση πολιτική πρακτική, προαναγγέλλοντας μια διαφορετική πολιτική αντίληψη στις γερμανικές ελίτ. Οι συζητήσεις για τη γερμανική ταυτότητα μοιραία λαμβάνουν χώρα σε ένα πλαίσιο στο οποίο τον πρώτο ρόλο έχουν παλαιές ιδέες, που αποπνέουν συντηρητισμό και αντιδραστικό εθνικισμό. Ιδέες που, παρακάμπτοντας εντέχνως την περίοδο του ναζισμού, θέλουν να ξαναγυρίσουν στις ιερές παραδόσεις της Δεύτερης Αυτοκρατορίας (τις οποίες κατέστρεψαν οι ναζί ως μικροαστοί.) Η συντηρητική αυτή αντίληψη έχει απλώσει την επιρροή της σε ένα ευρύ φάσμα πολιτικών και διαμορφωτών της κοινής γνώμης.
Παράλληλα, ο γερμανικός εθνικιστικός ιδεαλισμός στηρίζει την αποτελεσματικότητα της οικονομίας αλλά και στηρίζεται από αυτή. Στηρίζει την υπέρμετρη «ωμή βία» με την οποία επιβάλλουν – εκεί που μπορούν- την οικονομική τους λογική, η οποία συνάδει με μερκαντιλιστικά πρότυπα (το εθνικό οικονομικό συμφέρον, είναι πρώτιστο) και με τη σειρά της στηρίζεται στη δύναμη που παρέχει η οικονομική ισχύς.
Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αποτελεί την επιτομή αυτών των αντιλήψεων. Ενώ η προηγούμενη γενιά πολιτικών ηγετών καθόρισε απόλυτα την εξωτερική πολιτική της με βάση τον στόχο της πλήρους ενσωμάτωσης της Γερμανίας στην Ευρώπη και στο ΝΑΤΟ, η νέα γενιά- αντιπροσωπευτικό δείγμα είναι ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε – δεν κάνει καμία προσπάθεια να κρύψει την θεμελιώδη και απόλυτη πίστη της στις αξίες του γερμανικού εθνικισμού.
H oικονομία καθορίζει τη μοίρα μας
Τώρα μπορούμε να ισχυρισθούμε, ότι ,η μελέτη της ιστορίας δείχνει ότι , παρά τις συνεχείς προσπάθειες , αποτυγχάνει , προκαλώντας όμως τεράστιες καταστροφές , στην ίδια την Γερμανία αλλά και στις υπόλοιπες χώρες. Πάντοτε υπήρξε η περίοδος μεγάλης μεγέθυνσης της ισχύος της υπερακοντίζοντας το εθνικό αίσθημα της ιδιαιτερότητας της , για να ακολουθήσει η υπερτίμηση της ισχύος της και τελικά να επέλθει η καταστροφή.
Δεν θα ήταν παράλογος ο παραλληλισμός , ότι , και σήμερα η Γερμανία ακολουθεί την ίδια λογική με το παρελθόν, αυτή τη φορά στο πεδίο της οικονομίας. Η ρήση του Walter Rathenau « η οικονομία καθορίζει τη μοίρα μας» φαίνεται ότι αποτελεί το moto των νέων πολιτικών και επιχειρηματικών γερμανικών αρχηγεσιών, τουλάχιστον από τα τέλη της δεκαετίας 1950. Η τρομακτική ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας σε συνδυασμό με την ενοποίηση της χώρας, παρά τις επίμονες, αλλά ατελέσφορες προσπάθειες ,της Γαλλίας να θέσουν πολιτικούς φραγμούς ελέγχου, οδήγησαν στη Συνθήκη του Μάαστριχτ και εκεί τελείωσαν όλα.
Η πρόταξη της οικονομικής ισχύος της Γερμανίας δικαιολογήθηκε με βάση την ιδιαιτερότητα της (το γνωστό :κάντο όπως η Γερμανία) στην οποία όμως προσέδιδαν οικουμενικά ή τουλάχιστον ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά και καλούσαν τις υπόλοιπες χώρες να μιμηθούν το συγκεκριμένο πρότυπο. Γνώριζαν(ουν) σαφέστατα ότι αυτό δεν μπορεί να συμβεί (κάθε χώρα έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες) αλλά το προέτασσαν για να αναδείξουν τη δικιά τους ισχύ και την αδυναμία των άλλων επιδιώκοντας να τους μειώσουν ηθικά σύμφωνα με το προτεσταντικό δόγμα αλλά επί της ουσίας να επιβάλλουν εντελώς λανθασμένα μέτρα τα οποία εξουθενώνουν τις οικονομίες των υπολοίπων χωρών αλλά μακροπρόθεσμα υποσκάπτουν συστηματικά τη δικιά τους οικονομική ισχύ. Προσοχή, οι μηχανισμοί που υποσκάπτουν την οικονομική ισχύ της Γερμανίας δεν είναι μόνο οικονομικοί (όπως πολλές φορές έχει υποστηριχθεί) αλλά πρωτίστως είναι λόγοι πολιτικοί και ως γνωστόν η Γερμανία ως πολιτικό υποκείμενο ταλανίζεται από απίστευτο αριθμό λανθασμένων επιλογών και πρακτικών.
Τίποτα δεν δείχνει καλύτερα τον μη ρεαλιστικό χαρακτήρα της γερμανικής Realpolitik από τους γερμανικούς πολεμικούς στόχους τον προηγούμενο αιώνα. Μολονότι οι ηγετικές ομάδες της Γερμανίας στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους διέφεραν σημαντικά ως προς την κοινωνική τους καταγωγή , οι πολεμικοί τους στόχοι ήταν ουσιαστικά οι ίδιοι: αποσκοπούσαν στη δημιουργία μιας γερμανικής αυτοκρατορίας στην Ευρώπη, πιθανώς με κάποιες υπερπόντιες κτήσεις. Στην πράξη δεν ήταν παρά μια γερμανική αποικιοκρατική αυτοκρατορία στην Ευρώπη και πέραν αυτής.
Έχει σημασία να αναφέρουμε (ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στα σημερινά σχέδια της Γερμανίας όπως αυτά εκφράζονται από τον Wolfgang Schauble )ότι το σχέδιο στην περίπτωση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου , εκτός από την άμεση προσάρτηση περιοχών, κυρίως στα ανατολικά, απέβλεπε στη σύσταση μιας κεντροευρωπαϊκής ένωσης, αποτελούμενης από τη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Γερμανία, τη Δανία και την Αυστροουγγαρία , με την Ιταλία, τη Σουηδία και τη Νορβηγία ως συνδεδεμένα μέλη. Πολλά εδάφη στην Ανατολή, συμπεριλαμβανομένης της Πολωνίας και μεγάλων τμημάτων της Ρωσίας , προορίζονταν να αποτελέσουν απλώς και μόνο αποικίες. Οραματίζονταν, επίσης, την επέκταση της γερμανικής αποικιακής αυτοκρατορίας στην Αφρική, στον Ειρηνικό ωκεανό αλλά και στη Μέση Ανατολή. Το μη ρεαλιστικό και των δύο Παγκοσμίων Πολέμων ήταν , ακόμα και σε περίπτωση νίκης της Γερμανίας στο πεδίο του πολέμου, η απόλυτη αδυναμία ενός λαού με πληθυσμό 60-70 εκατομμύρια να μπορέσει να επιβληθεί ,πολιτικά, οικονομικά ,σε ευρωπαϊκούς πληθυσμούς αναπτυγμένων εθνικών κρατών μεγέθους 450-500 εκατομμυρίων. Η αφέλεια των γερμανικών πολιτικών ηγεσιών εδραζόταν στο ότι φθάνει να κερδίσει τον πόλεμο και όλες οι χώρες θα ήταν έτοιμες να δεχθούν την γερμανική κυριαρχία. Επί της ουσίας τα σχέδια των πολιτικών ελίτ στερούνταν ρεαλισμού και αντίληψης της πραγματικότητας. Ο τρόπος που ονειρεύονταν να επιβληθούν στους ευρωπαϊκούς λαούς δεν θα ήταν αποτελεσματικός ούτε για υποανάπτυκτες χώρες της Αφρικής.
Στο μυαλό του Σόιμπλε
Αν πράγματι έχουμε εισέλθει, κατά κάποιο τρόπο, στο μυαλό του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, κάτι που σημαίνει ότι έχουμε αντιληφθεί την ουσία του σχεδίου του, το πρόβλημα που ανακύπτει είναι ο τρόπος αντιμετώπισής του. Εδώ τα πράγματα δυσκολεύουν. Γίνονται περισσότερο πολύπλοκα αλλά και ενδιαφέροντα. Αποκτούν πρόσθετο ενδιαφέρον διότι συνδέονται άμεσα με το υπάρχον μόρφωμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σαφέστατα με την προοπτική του.
Την προσήλωση της Γερμανίας στον στόχο των «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης» διεκήρυξε ο καγκελάριος Χέλμουτ Κολ κατά την υπογραφή της Συνθήκης των Τεσσάρων συν Δύο (3/10/1990) για την επανένωση των δύο Γερμανιών. Μία δεκαετία αργότερο την επαναβεβαίωσε, ο υπουργός Εξωτερικών Γιόσκα Φίσερ, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στο Πανεπιστήμιο Humboldt του Βερολίνου (12/05/2000).
Η άποψη του Χέλμουτ Κολ, ότι η γερμανική και η ευρωπαϊκή ενοποίηση αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, έχει τεθεί για καλά στις καλένδες. Η Γερμανία αυτή τη στιγμή κατέχει περισσότερο από το ένα τέταρτο του πλούτου της Ευρωζώνης, αλλά η χώρα τα βρίσκει δύσκολα να χειριστεί τον ηγεμονικό ρόλο που έχει αποκτήσει και που ποτέ δεν ήθελε.
Αυτό που διαφαίνεται με σχετική ακρίβεια είναι ότι υπάρχουν σήμερα χώρες στην ΕΕ που δεν «χωρούν» στο σχέδιο Σόιμπλε, σε μια ένωση υπό την απόλυτη κυριαρχία της Γερμανίας. Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι η πρώτη ισχυρή χώρα που βρίσκεται σε αυτή την κατηγορία. Βεβαίως η Βόρεια Ιρλανδία, ως κομμάτι του αγγλοσαξωνικού κόσμου, και έπονται οι τρεις χώρες της Μεσογείου, Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα. Οι γνωστές προτάσεις του Σόιμπλε προς την Ελλάδα, για «προσωρινή» αποχώρηση από το ευρώ, αποτελούν αποχρώσες ενδείξεις της συγκεκριμένης άποψης. Η Κύπρος και η Μάλτα, όπως είναι λογικό, δεν φαίνεται να λαμβάνονται υπόψη.
Ήδη η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ φαίνεται ότι εξυπηρετεί τα σχέδια του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και της παρέας του. Με τη γερμανική ενοποίηση, ένα στοιχείο- κλειδί της δυναμικής της Ευρώπης, που ήταν βασισμένη στην ισορροπία μεταξύ των μεγαλύτερων κρατών – μελών, της Δυτικής Γερμανίας, της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Ιταλίας χάθηκε. Δεν αποτελεί σύμπτωση ότι με τη γερμανική ενοποίηση το ενδιαφέρον της Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση εξαφανίστηκε. Και με την απόσυρση αυτή της Βρετανίας η ισορροπία των δυνάμεων κλονίστηκε ακόμη περισσότερο.
Η μέχρι το πρόσφατο παρελθόν τακτική της Γαλλίας για πολιτικό έλεγχο της οικονομικής ισχύος της Γερμανίας μέσω δημιουργίας διαφόρων γραφειοκρατικών μηχανισμών και συγκεκριμένων θεσμών (από την ΚΑΠ μέχρι την ΕΚΤ ) έχει αποτύχει με βάση τα σημερινά αποτελέσματα. Η γερμανική οικονομική ισχύς έχει μετατραπεί και σε πολιτική ισχύ, έχοντας δημιουργήσει θεσμικό πλαίσιο που την εξυπηρετεί, συμμαχίες πρόθυμων χωρών που την ακολουθούν, αποδυνάμωση των ισχυρών χωρών της ΕΕ (Γαλλία, Ιταλία) που διστάζουν ή αδυνατούν να προβάλλουν αντιρρήσεις σοβαρού περιεχομένου στην πορεία της Ένωσης.
Ο λόγος είναι ένας και μοναδικός: o φόβος για την «νομιμοποιημένη» ανάδυση ενός ανεξέλεγκτου γερμανικού επιθετικού ιδεαλιστικού εθνικισμού μέσω της αποδυνάμωσης ή και τελικά διάλυσης της Ευρωζώνης και της ΕΕ, η αντιμετώπιση του οποίου θα είναι σχεδόν αδύνατη από κάθε χώρα ξεχωριστά. Ο φόβος είναι υπαρκτός και δεδομένος. Δείχνει με σαφήνεια ότι η προβαλλόμενη αντίληψη αντιμετώπισης του γερμανικού ιδεαλιστικού εθνικισμού, με άμεση αντιπαράθεση με οποιονδήποτε άλλο ευρωπαϊκό εθνικισμό είναι ατελέσφορη.
Εδώ εντάσσεται και η ανιστόρητη αντίληψη της αποχώρησης της Ελλάδας από την ΕΕ ως στρατηγικής επιλογής για την αντιμετώπιση της πληθώρας των υπαρκτών προβλημάτων μας κατά μόνας όλων όσοι φαντασιώνονται ότι η αποχώρηση της χώρας από την ΕΕ θα σταματήσει με μαγικό τρόπο την εκδήλωση των υπαρχόντων εθνικισμών, οι οποίοι λαμβάνουν διάφορες μορφές, από οικονομική μέχρι γεωπολιτική.
Η Ενωμένη Ευρώπη και οι αφελείς σκέψεις
Παράλληλα, φαίνεται επίσης αυτό που γνωρίζουν πολύ καλά οι Γερμανοί: ότι δεν μπορεί να υπάρξει Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς τη Γερμανία. Η Γερμανία αυτή τη στιγμή κατέχει περισσότερο από το ένα τέταρτο του πλούτου της Ευρωζώνης, ενώ ένας σημαντικός αριθμός κρατών, κυρίως της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης, έχει δεθεί ποικιλοτρόπως στον γερμανικό πυρήνα ισχύος.
Όλες οι σκέψεις περί συνεργασίας των χωρών του Νότου προσκρούουν καταρχάς στην ισχύ της Γερμανίας. Ουσιαστικά, χωρίς τη Γερμανία είναι πρακτικά αδύνατον να υπάρξει Ενωμένη Ευρώπη που να έχει ρόλο στα τεκταινόμενα διεθνώς, είτε αυτά είναι οικονομικά είτε γεωπολιτικά, αλλά και να λειτουργεί σε καθεστώς «συνεργασίας και συνεννόησης» με την υπόλοιπη, καθοδηγούμενη από τη Γερμανία Ευρώπη.
Είναι τουλάχιστον αφελές και άστοχο να υποστηρίζεται ότι η σημερινή Γαλλία θέλει και μπορεί να παίξει τον ρόλο του εναλλακτικού πόλου ισχύος έναντι της Γερμανίας. Αυτό θα σήμαινε, καταρχάς, πλήρη ανατροπή της μέχρι σήμερα ακολουθούμενης στρατηγικής από τη μεριά της Γαλλίας, κάτι που μόνο η Λεπέν υποστηρίζει και συνεπώς το καθιστά περισσότερο δύσκολο με την πόλωση που δημιουργεί στο εσωτερικό της Γαλλίας. Ανατροπές στρατηγικής αυτού του βεληνεκούς αποτελούν ιστορικές αποφάσεις και συμβαίνουν στην πολιτική μόνο όταν ο αντίπαλος λάβει απολύτως την ξεκάθαρη μορφή του εχθρού. Συγχρόνως δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι τα συμφέροντα των χωρών του Νότου ταυτίζονται και ότι είναι έτοιμοι να προχωρήσουν σε αμοιβαιοποίηση του κόστους και των διαφορετικών βαρών που υπάρχουν σε κάθε ξεχωριστή χώρα και παράλληλα να διασαλέψουν ομοιόμορφα τις σχέσεις τους με την ισχυρή Γερμανία.
Όλες αυτές οι σκέψεις έναν στόχο μπορούν να έχουν : να αμβλύνουν ορισμένες από τις εκφάνσεις της ασκούμενης γερμανικής κυριαρχίας στον οικονομικό τομέα, κάτι που είναι εξαιρετικά δύσκολο, διότι προϋποθέτει αλλαγές στις βασικές συνθήκες δημιουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διακηρύξεις, μάλιστα, του τύπου «χρειάζεται νέο κοινωνικό συμβόλαιο για τους ευρωπαϊκούς λαούς» από πλήρως υποταγμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προκαλούν μειδιάματα, καθώς αντανακλούν εμφανή αδυναμία πρόσληψης της σημερινής πραγματικότητας. Ήδη διαμορφώνεται ένα «νέο κοινωνικό συμβόλαιο», το οποίο δεν έχει λάβει καθόλου υπόψη του τις μελαγχολικές κενολογίες αυτού του είδους. Φτάνει να κοιτάξει κανείς τον εκλογικό χάρτη των ευρωπαϊκών χωρών . Η συνέχιση της αυταπάτης τελικά θα μετατραπεί σε απάτη, για να μην πούμε ότι κάθε αυταπάτη είναι απάτη.
Τελικά φοβούμαι ότι ο απόλυτος εγκλωβισμός των ευρωπαϊκών χωρών στο πείραμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης μπορεί να σπάσει μόνο με έναν πάταγο και όχι με έναν λυγμό, σε αντίθεση με όσα αναφέρει ο ποιητής. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από τις σκοτεινές, πλην τόσο εμφανείς, κινήσεις της ανθρώπινης ιστορίας.
* Ο Κ. Μελάς είναι Καθηγητής Οικονομικών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
ΠΗΓΗ: periagogi.gr