Η Τερέζα Μέι έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα ως πολιτικός. Φαίνεται σοβαρή και υπεύθυνη. Αλλά η εμφάνιση μπορεί να ξεγελά. Εάν εξετάσετε τους χειρισμούς της πρωθυπουργού του Ηνωμένου Βασιλείου στο Brexit προκύπτει ένα άλλο είδος πολιτικού.
Ανακοινώνοντας ότι μέχρι τον Μάρτιο του 2017 θα αρχίσει τις επίσημες συνομιλίες για την έξοδο της Βρετανίας από την Ε.Ε. η πρωθυπουργός έπεσε σε μια παγίδα.
Παραιτήθηκε από το όποιο μικρό πλεονέκτημα έχει η Βρετανία στις διαπραγματεύσεις, χωρίς να λάβει καμιά από τις διαβεβαιώσεις που έχει ανάγκη προκειμένου να φτάσει σε ένα επιτυχές αποτέλεσμα.
Η ανακοίνωση της απόφασης για το πότε θα ενεργοποιήσει η Βρετανία το Άρθρο 50 - η διαδικασία με την οποία η Βρετανία ενημερώνει επισήμως για την πρόθεσή της να εγκαταλείψει την Ε.Ε. - έγινε με αρχηγικό ύφος. Αλλά η απόφαση είναι ριψοκίνδυνη και καθοδηγήθηκε από πολιτικό συμφέρον όχι από το εθνικό συμφέρον της Βρετανίας.
Από τη στιγμή που θα ενεργοποιήσει το άρθρο 50, η κυρία Μέι θα έχει ακριβώς δύο χρόνια για να διαπραγματευτεί μια νέα συμφωνία με την Ε.Ε. Ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν πει στην πρωθυπουργό ότι είναι εξαιρετικά απίθανο να καταφέρει η Βρετανία να διαπραγματευτεί τόσο τους όρους του διαζυγίου όσο και μια νέα εμπορική συμφωνία με την Ε.Ε. μέσα στην προθεσμία των δύο ετών. Ως εκ τούτου, προειδοποίησαν την πρωθυπουργό ότι πρέπει να έχει λάβει διαβεβαιώσεις για τη μορφή που θα έχει μια μεταβατική εμπορική συμφωνία με την Ε.Ε. στη μακρά περίοδο μεταξύ της εξόδου και μιας εντελώς νέας συμφωνίας που θα τεθεί σε ισχύ. Η κυρία Μέι επέλεξε να αγνοήσει αυτή τη συμβουλή και έβαλε εν γνώσει της τη Βρετανία σε πολύ μειονεκτική θέση ενόψει των διαπραγματεύσεων.
Μόλις ενεργοποιήσει η Βρετανία το άρθρο 50, η Ε.Ε. θα είναι σε θέση απλώς να αρχίσει την αντίστροφη μέτρηση- γνωρίζοντας ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα βρίσκεται σε ολοένα δυσκολότερη όσο σέρνονται οι διαπραγματεύσεις χωρίς αποτέλεσμα. Στο τέλος των δύο ετών η Βρετανία θα βρεθεί εκτός της Ε.Ε. και θα βρεθεί αντιμέτωπη με δασμούς στα βιομηχανικά προϊόντα και με την απώλεια δικαιωμάτων «διαβατηρίου» που επιτρέπουν στις χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις με έδρα στο City να κάνουν μπίζνες σε όλη την Ένωση. Η οικονομική ζημιά από αυτό το είδος του «σκληρού Brexit» θα είναι πολύ μεγάλη και θα ανοίξει μια τρύπα στα δημόσια οικονομικά, καθώς θα μειωθούν τα φορολογικά έσοδα από το City εγκαινιάζοντας μια νέα περίοδο λιτότητας.
Οι πιο ένθερμοι οπαδοί του Brexit ισχυρίζονται ότι όλα αυτά είναι κινδυνολογία. Γιατί, λένε, η Ε.Ε. θα σκεφτόταν την επαναφορά των δασμών που θα έβλαπτε τα δικά της οικονομικά συμφέροντα; Οι οπαδοί της εξόδου μπορούν να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα εάν κοιτάξουν στον καθρέφτη. Είναι ξεκάθαρο ότι το βασικό κίνητρο του στρατοπέδου του Brexit είναι πολιτικό, όχι οικονομικό. Το ίδιο θα ισχύει και για την Ε.Ε στις διαπραγματεύσεις.
Στην περίπτωση της Βρετανίας ο πολιτικός στόχος είναι η αποκατάσταση της κυριαρχίας του κοινοβουλίου και η ανάκτηση του ελέγχου στη μετανάστευση. Στην ευρωπαϊκή πλευρά ο στόχος θα είναι να διασφαλιστεί ότι το Brexit δεν θα οδηγήσει στην κατάρρευση ενός ευρωπαϊκού σχεδίου το οποίο χτίζεται επί 60 χρόνια. Συνεπώς, και οι δυο πλευρές θα αποδεχτούν κάποια οικονομική ζημιά ώστε να μην θυσιάσουν τους πολιτικούς στόχους τους.
Η δυσκολία για τη Βρετανία έγκειται στο ότι η οικονομική ζημιά που θα υποστεί η Ε.Ε πιθανώς θα είναι μικρότερη και περισσότερο διαχειρίσιμη από εκείνη της βρετανικής πλευράς. Το 44% των βρετανικών εξαγωγών πάνε στην Ε.Ε. ενώ η Βρετανία εισάγει μόνο το 16% των ευρωπαϊκών εξαγωγών.
Επίσης είναι πιθανότερο ότι αυτή καθαυτή η διαδικασία της διαπραγμάτευσης θα αποβεί εις βάρος τoυ Ηνωμένου Βασιλείου. Η Βρετανία θα έχει ανάγκη μια γρήγορη συμφωνία ώστε να μειώσει την αβεβαιότητα για τους επενδυτές ενώ η Ε.Ε. μπορεί να αντέξει την καθυστέρηση. Ακόμη και στην περίπτωση που αυτό δεν θα αποτελεί σκόπιμη στρατηγική της ευρωπαϊκής πλευράς, η προσπάθεια για τη διαμόρφωση μιας κοινής θέσης των 27 χωρών-και η επικύρωσή της από τις 27 χώρες, τα τοπικά κοινοβούλια και την Ευρωβουλή- θα είναι μακρά και επίπονη.
Ορισμένοι στη Βρετανία γίνονται φαιδροί όταν επικαλούνται τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου μετά από την έξοδο της Βρετανίας από την Ε.Ε. Αγνοούν το γεγονός ότι η Βρετανία είναι μέλος του ΠΟΕ υπό την αιγίδα της Ε.Ε. Για να γίνει μόμη της η Βρετανία μέλος του ΠΟΕ θα απαιτηθεί ένα άλλο πακέτο σύνθετων διαπραγματεύσεων.
Αυτό αποτελεί ένα πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα για τη Βρετανία παρά για την Ε.Ε. καθώς όσο περισσότερο καθυστερεί η διαδικασία τόσο περισσότερο είναι πιθανό να βρεθεί η Βρετανία σε ένα νομικό κενό που θα αποθαρρύνει τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις. Για αυτό τον λόγο ήταν απολύτως ζωτικής σημασίας να έχει κάπως αποσαφηνίσει η κυρία Μέι τι θα έχει γίνει μετά από δύο χρόνια διαπραγματεύσεων- εάν και όταν η Ε.Ε. και η Βρετανία θα έχουν αποτύχει να καταλήξουν σε μια νέα συμφωνία. Η προφανής λύση θα ήταν να παραμείνει η Βρετανία μέσα στην ενιαία αγορά της Ε.Ε., αλλά έξω από την Ε.Ε. μέχρι να επιτευχθεί μια νέα συμφωνία. Αποτυγχάνοντας να λάβει αυτή τη διαβεβαίωση η βρετανική κυβέρνηση εξασθένησε πολύ τη θέση της, πριν ακόμη αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις.
Γιατί λοιπόν η κυρία Μέι πήρε τέτοιο ρίσκο; Η σύντομη απάντηση είναι η μικροπολιτική. Εάν η πρωθυπουργός καθυστερούσε κι άλλο την ενεργοποίηση του Άρθρου 50 ίσως να αντιμετώπιζε μια εξέγερση από βουλευτές του Συντηρητικού Κόμματος, οι οποίοι θα φοβούνταν ότι υπαναχωρεί από το Brexit.ψΚάνοντας την ανακοίνωση ακριβώς πριν από την έναρξη του κομματικού συνεδρίου των Τόριδων εξασφάλισε για την ίδια μερικά ευνοϊκά πρωτοσέλιδα και χειροκροτήματα στην αίθουσα του συνεδρίου. Ίσως να εξαγόρασε κανα δυο χρόνια στην πρωθυπουργία. Ταυτόχρονα όμως αύξησε σημαντικά τις πιθανότητες να προκληθεί σοβαρή ζημιά στη βρετανική οικονομία από το Brexit.
ΠΗΓΗ: avgi.gr